Βυζαντινή Περίοδος
Βυζαντινή Περίοδος
Κατά τη βυζαντινή περίοδο, όταν επήλθε και η οριστική συγχώνευση των διαφόρων λαών που είχαν κατοικήσει στην περιοχή, ο Νομός Σερρών υπαγόταν στην Ζ’ επαρχία του Βυζαντινού Κράτους, δηλαδή στην επαρχία του Ιλλυρικού.
Αργότερα, όταν έγινε η διαίρεση του Βυζαντινού Κράτους σε θέματα, ο Νομός αποτέλεσε το λεγόμενο Θέμα του Στρυμόνα.
Ήδη από τον 5ο αιώνα η πόλη των Σερρών αναφέρεται ως έδρα Επισκοπής, ενώ από τον 8ο αιώνα ο ρόλος της στην ελληνική ιστορία γίνεται πρωταγωνιστικός και θεωρείται η πιο επίσημη πόλη ανάμεσα στον ποταμό Νέστο και τον ποταμό Στρυμόνα. Οι Βυζαντινοί συγγραφείς την αποκαλούσαν: “Μέγα και θαυμαστόν άστυ”, “ισχυράν”, “καλήν”, “πλουσίαν”, “μεγίστην”, “μητρόπολιν” κ.λ.π.
Κατά το 1014 μ. Χ. βρίσκουμε στον νομό Σερρών τον Αυτοκράτορα Βασίλειο Β’ τον Βουλγαροκτόνο, ο οποίος ήταν επικεφαλής του Βυζαντινού εκστρατευτικού σώματος, να προελαύνει προς το σημερινό Πετρίτσι, με σκοπό να διασχίσει την τοποθεσία Κλειδί και να εισβάλλει στο εσωτερικό της Βουλγαρίας. Ο Βούλγαρος ηγεμόνας είχε προλάβει να οχυρώσει τα στενά, έτσι ώστε να εμποδίσει την παραπέρα προέλαση του βυζαντινού στρατού. Ο Βουλγαροκτόνος, όμως, με ένα ευφυές σχέδιο κατόρθωσε να βρεθεί στα νώτα των Βουλγάρων αφού πέρασε το όρος Μπέλλες (29η Ιουλίου). Τότε ο Βουλγαρικός στρατός που πραγματικά πανικοβλήθηκε, εγκατέλειψε τις θέσεις του και τράπηκε σε φυγή, ενώ ο Βυζαντινός στρατός τον καταδίωκε. Ο Τσάρος Σαμουήλ κατάφερε να διαφύγει καλπάζοντας με το άλογο του προς τη Στρώμνιτσα.
Ανάμεσα στους 15.000 Βούλγαρους αξιωματικούς και στρατιώτες που αιχμαλωτίστηκαν ήταν και ο Νικολίτσας, ο Δραξάν, ο Δραβομίρας, ο Νεστορίτσης, στρατηγοί και πολλές άλλες προσωπικότητες της Βουλγαρίας. Όλοι οι αιχμάλωτοι οδηγήθηκαν στις Σέρρες, όπου τους περίμενε σκληρή τιμωρία.
Όπως μας πληροφορούν οι ιστορικοί Κρούμπαχερ, Εφραίμ ο Σύρος και άλλοι, όλοι αυτοί τυφλώθηκαν στις Σέρρες, ενώ μόνο ένας στους εκατό έμενε μονόφθαλμος για να οδηγήσει τους υπόλοιπους στη Στρώμνιτσα. Ο τσάρος, μόλις αντίκρισε το θλιβερό θέαμα του στρατού του, έπεσε λιπόθυμος και ξεψύχησε.
Κατά τον Μεσαίωνα οι πόλεις της περιοχής συμπεριλαμβανόμενης και της σημερινής πρωτεύουσας του Νομού, έπαθαν πολλές καταστροφές, μερικές από τις οποίες υπήρξαν ολοκληρωτικές, ενώ η πόλη των Σερρών σκλαβώθηκε αρκετές φορές αλλά τελικά επέζησε. Υπήρξε μία από τις πρώτες πόλεις της Μακεδονίας που κατέλαβαν οι Φράγκοι στα τέλη του 1204.
Στις 7 Νοεμβρίου 1185 μ.Χ. δόθηκε στο χωριό Δημητρίτσι του Νομού Σερρών η περίφημη μάχη μεταξύ των Βυζαντινών υπό τον στρατηγό Αλέξιο Βρανά και των Νορμανδών με επικεφαλής τον Κόμη Βαλδουίνο. Όπως είναι γνωστό, κατά τη μάχη εκείνη, οι Νορμανδοί ιππότες ηττήθηκαν και πολλοί απ’ αυτούς αιχμαλωτίστηκαν, μεταξύ των οποίων και οι αρχηγοί τους.
Κατά τους επόμενους αιώνες ο Νομός Σερρών αποτέλεσε θέατρο μαχών μεταξύ Βυζαντινών, Βούλγάρων και Σέρβων. Μέχρι το 1345 μ. Χ. βρισκόταν στο έλεος των εισβαλόντων Σέρβων, οι οποίοι αφού ερήμωσαν την ύπαιθρο, κατέλαβαν μετά από πολιορκία την πόλη των Σερρών.
Η οχύρωση της πόλης των Σερρών κατά τη Βυζαντινή περίοδο
Από τους πρώτους αιώνες της Βυζαντινής εποχής η πόλη προσέλκυσε το ζωηρό ενδιαφέρον των Αυτοκρατόρων, οχυρώθηκε με ισχυρά, υψηλά και κραταιά τείχη και αποτέλεσε ένα αληθινά ακραίο φυλάκιο της ελευθερίας των Βυζαντινών. Από τη μελέτη παλιών σχεδιαγραμμάτων προκύπτει το συμπέρασμα ότι υπήρχαν δυο περίβολοι τειχών. Ο ένας περιέκλειε την παλαιά πόλη, ενώ ο δεύτερος χώριζε εγκάρσια την παλαιά πόλη με σκοπό την ενίσχυση της αμυντικότητας της Ακρόπολης σε περίπτωση που ο εχθρός καταλάμβανε την κάτω πόλη.
Το Βυζάντιο τείχος είχε αρκετές πύλες που οδηγούσαν έξω από την πόλη. Μια από αυτές, η οποία βρισκόταν κοντά στον σημερινό ναό του Τιμίου Προδρόμου, ονομαζόταν “βασιλική πύλη” γιατί από αυτήν περνούσε η βασιλική οικογένεια για να πάει στην Ακρόπολη. Μια άλλη πύλη στην ανατολική πλευρά ονομαζόταν “παραπόρτιον“, ενώ στη νοτιοανατολική πλευρά και πολύ κοντά στον σημερινό ναό του Αγίου Αντωνίου βρισκόταν η “Κεντρική πύλη” που οι Τούρκοι ονόμαζαν “Ορτά Καπού“. Στη δυτική πλευρά του τείχους διακρίνονται ίχνη πύλης, τα οποία στα τούρκικα ονομάζονταν “κουν-λούκ καπού” (πύλη του σταθμού), από τον σταθμό της χωροφυλακής που υπήρχε κάποτε εκεί. Η είσοδος της πόλης έκλεινε με αλυσίδες τις νύχτες, γι’ αυτό και ο ναός του Αγίου Αθανασίου, που βρισκόταν κοντά, ονομαζόταν στα τούρκικα “Ζιντζιρλί-κλισέ”, δηλαδή εκκλησία των αλυσίδων.
Στα τείχη της πόλης φονεύθηκε το 976 μ.Χ. ο Μωυσής, ο γιος του Σισμάν, όταν ο βουλγαρικός στρατός πολιορκούσε τις Σέρρες. Δύο φορές πέρασε από τις Σέρρες ο Βασίλειος ο Βουλγαροκτόνος. Κατά την πρώτη του διάβαση το 990 μ.Χ. οχύρωσε τελειότερα την πόλη και από εκεί μετέβη στη Θεσσαλονίκη. Κατά τη δεύτερη διάβασή του οι Σέρρες χρησίμευσαν σαν τρίτος σταθμός κατά την πορεία του από το Βυζάντιο στην Αχρίδα. Εκεί τότε ο Βουλγαροκτόνος δέχτηκε τον φρούραρχο του Πέρνικ, Κρακρά, με 35 ακόμη φρούραρχους που ήταν μαζί του, οι οποίοι δήλωσαν υποταγή στον Αυτοκράτορα και του παρέδωσαν τα φρούριά τους και τη χώρα τους όπου ήταν άρχοντες.
Το 1204 μ.Χ. οι Σέρρες δέχτηκαν αμαχητί τον Φράγκο βασιλιά Βονιφάτιο τον Μομφερατικό. Δυο χρόνια αργότερα, η πόλη καταλήφθηκε από τους Βούλγαρους του Ιωαννίτση που τη λεηλάτησαν και γκρέμισαν τα τείχη της. Παραμένοντας υπό την κυριαρχία των Βούλγαρων μέχρι το 1208 μ.Χ., η πόλη ξαναπέρασε στη Φράγκικη κατοχή, επειδή και ο Βούλγαρος ηγεμόνας Σβιατοσλάβος που είχε υπό την εξουσία του την πόλη, μετά την ήττα του Βόριδος στη Φιλιππούπολη, υποτάχθηκε στον Βενετό Αυτοκράτορα, Ερρίκο. Έτσι η πόλη των Σερρών δέχτηκε για δεύτερη φορά τη φρουρά των Λατίνων ιπποτών υπό τον Ευστάθιο και τον Κόμη Βερθόλδο.
Το 1221 μ. Χ. ο Δεσπότης της Ηπείρου Θεόδωρος Άγγελος Κομνηνός έγινε κύριος της Θεσσαλονίκης, η οποία βρισκόταν υπό Φράγκικη κατοχή, και ξεκινώντας από εκεί κατέλαβε όλη τη χώρα μέχρι την Αδριανούπολη και τη Χριστούπολη. Μετά τη Θεσσαλονίκη, οι Σέρρες πέρασαν στην εξουσία του Θεόδωρου Κομνηνού. Ωστόσο, μετά την κατάλυση του Λατινικού βασιλείου της Θεσσαλονίκης, οι Φράγκοι της Κωνσταντινούπολης επιχείρησαν το 1224 μ. Χ. εκστρατεία κατά των Σερρών, αλλά καταδιώχθηκαν απ’ αυτόν μέχρι την Κωνσταντινούπολη.
Το 1230 μ. Χ., μετά την ήττα του Θεόδωρου Κομνηνού στη μάχη της Κλοκοτινίτσας, οι Σέρρες καταλήφθηκαν από τους Βούλγαρους του Ασάν και παρέμειναν στην κυριαρχία τους μέχρι το 1245 μ. Χ., όταν ανακαταλήφθηκαν από τον αυτοκράτορα της Νίκαιας Δούκα Ιωάννη Βατάτζη και έτσι επανήλθαν στη Βυζαντινή εξουσία. Ο σύγχρονος Βυζαντινός συγγραφέας Γεώργιος Ακροπολίτης, ο οποίος διετέλεσε υπουργός των αυτοκρατόρων της Νίκαιας, περιγράφει λεπτομερώς ό,τι έχει σχέση με την ανακατάληψη των Σερρών από τον Βατάτζη.
Από το 1282 μ.Χ. οι Σέρρες διετέλεσαν υπό την εξουσία των Παλαιολόγων, επί της εποχής των οποίων γνώρισαν τη μεγαλύτερη δόξα. Οι Αυτοκράτορες Ανδρόνικος ο πρεσβύτερος και ο εγγονός του έδειξαν πραγματικό πατρικό ενδιαφέρον για τις Σέρρες. Το 1341 μ. Χ. ο Ανδρόνικος ο νεότερος έχτισε τα τείχη της Αμφίπολης και του Σιδηροκάστρου. Τότε πιθανότατα ξανάχτισε και τα τείχη της πόλης των Σερρών, τα οποία είχαν καταστραφεί από τις επανειλημμένες επιδρομές των Βουλγάρων.
Το 1345 μ. Χ. ο Βασιλιάς της Σερβίας Στέφανος Δουσάν εκμεταλλευόμενος τις έριδες μεταξύ Κατακουζηνών και Παλαιολόγων κυρίευσε την πόλη των Σερρών μετά από μακρά πολιορκία. Το χρόνο της κατάληψης των Σερρών από τον Σέρβο Δυνάστη καθορίζει με μεγάλη ακρίβεια χειρόγραφο σημείωμα της εποχής (1345 μ. Χ.).
Απομεινάρι της Σερβικής κατοχής αποτελεί ο μεγάλος πύργος της Ακρόπολης, γνωστός ως Πύργος του Ορέστη.
Ταυτόχρονα με τις Σέρρες, περιήλθαν στη Σερβική κυριαρχία το Σιδηρόκαστρο, το Μελένικο, το Πετρίτσι, το Νευροκόπι, η Στρώμνιτσα και άλλες πόλεις της Βόρειας Μακεδονίας.
Το Σερβικό κρατίδιο των Σερρών διαλύθηκε μετά την ήττα των Σέρβων από τους Τούρκους στο Τσερνομιάνο το 1371 μ. Χ. και η πόλη περιήλθε στο βασιλιά της Θεσσαλονίκης Μανουήλ Β’, αλλά δεν παρέμεινε σε ελληνικά χέρια για πολύ καιρό. Παραδόθηκε στους Τούρκους το 1373 μ. Χ., 80 χρόνια πριν την άλωση της Κωνσταντινούπολης. Φαίνεται πως ξαναπέρασε για λίγο στον Μανουήλ, για να περιέλθει οριστικά στους Τούρκους το 1383 μ. Χ. και να μείνει σκλαβωμένη για 530 χρόνια.
Κατά τη βυζαντινή εποχή το θέμα Σερρών και Στρυμόνος διαιρέθηκε σε μικρότερες διοικητικές μονάδες, τα κατεπανίκια. Η επαρχία Φυλλίδος περιέλαβε το κατεπανίκιο Ζιχνών με κέντρο το Κάστρο της Ζίχνης και το κατεπανίκιο Ζαβαλτίας με κέντρο το χωριό Ροδολίβος. Η επαρχία Βισαλτίας αποτέλεσε το περίφημο κατεπανίκιο Στρυμόνος το οποίο διοικητικά υπαγόταν στο θέμα Θεσσαλονίκης. Η Μαιδική αποτέλεσε το θέμα Ζαγορίων με πρωτεύουσα το Μελένικο. Η περιοχή αυτή επί Βασιλείου του Β’ περιέπεσε στα χέρια του Σαμουήλ. Ωστόσο, μετά την ήττα των Βουλγάρων στο Κλειδί το 1014 μ. Χ. το Μελένικο παραδόθηκε στον Βασίλειο τον Β’. Τότε μάλιστα αποτέλεσε και το ίδιο θέμα των Ζαγορίων, το οποίο εμφανίζεται σε χρυσόβουλο του Αλεξίου του Γ’ προς τους Βενετούς το 1198 μ. Χ. Μετά την άλωση του 1204 μ. Χ. περιήλθε στους Βούλγαρους, όμως το 1246 μ. Χ. επανακτήθηκε από τον Δούκα Ιωάννη Βατάτζη, που το συνένωσε με το θέμα των Σερρών, στο οποίο υπαγόταν και η Σιντική.
Τουρκοκρατία
Στις 19 Σεπτεμβρίου 1383 μ. Χ. οι Σέρρες καταλήφθηκαν από τους Τούρκους. Τα γεγονότα της κατάληψης της πόλης εξιστορεί ο Τούρκος ιστορικός Σεατεντίν Μωχάμετ, ο οποίος συνέγραψε το «Στέμμα των Ιστοριών». Μετά την κατάκτηση των Σερρών πέρασε και ο Σουλτάνος Μουράτ ο Α’ από την πόλη και ίδρυσε το Εσκί Τζαμί, το οποίο σωζόταν μέχρι και τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα. Επίσης οι Τούρκοι γκρέμισαν τότε το τείχος και το ισχυρό κάστρο των Σερρών έτσι ώστε να μην αποτελέσει εστία αντίστασης σε περίπτωση επαναστατικού κινήματος των υπόδουλων Ελλήνων.
Μέχρι τα τέλη του 18ου αιώνα, το Βυζαντινό τείχος είχε καταστραφεί ολοσχερώς και η πόλη περιβλήθηκε από ένα νέο τείχος, το μισό του οποίου χτίστηκε με «αγγαρεία» των Σερραίων, ενώ το άλλο μισό με έξοδα του Ισμαήλ Μπέη, του τότε διοικητή των Σερρών που φοβόταν επίθεση του Αλή Πασά των Ιωαννίνων, ο οποίος ήταν φοβερός εχθρός του και είχε εισβάλλει εκείνη την εποχή στη Μακεδονία.
Το τείχος, όμως, του Ισμαήλ Μπέη καταστράφηκε γρήγορα εξαιτίας της προχειρότητας με την οποία είχε κατασκευαστεί. Στην καταστροφή του συνέβαλε και η νέα αμαξιτή οδός που ξεκινούσε από το τέμενος του Αχμέτ Πασά ανατολικά και κατέληγε στα βορειότερα καφενεία των Κιόσκ (σημερινή οδός Εξοχών) και είχε χαραχθεί στα τέλη του 19ου αιώνα.
Ο Ελληνισμός του βορειοελλαδικού αυτού διαμερίσματος της χώρας, μολονότι υπέφερε τα πάνδεινα, διατηρούσε ακέραιη την εθνική του συνείδηση και το βασικό του όραμα που ήταν μια Πανελλήνια εξέγερση για εθνική αποκατάσταση.
Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας η πόλη των Σερρών παρουσίασε μεγάλη εμπορική ακμή και έγινε μεγάλο διεθνές εμπορικό κέντρο, στην αγορά του οποίου συνέρρεαν έμποροι διαφόρων εθνικοτήτων, για να εμπορευτούν αμπάδες, πρινοκόκι, μετάξι και κυρίως βαμβάκι. Υπήρχε επίσης ένα κεντρικό σημείο στη νέα πόλη όπου γίνονταν τα «παζάρια», δηλαδή οι εμπορικές συναλλαγές. Στις Σέρρες υπήρχαν αντιπρόσωποι όλων των παραδουνάβιων και Ευρωπαϊκών χωρών, οι οποίοι είχαν ιδρύσει στην πόλη διάφορες εταιρίες και εμπορικά καταστήματα. Μεταξύ αυτών ήταν και ο περίφημος Εμπορικός Βενετικός οίκος Rotta, Vianello & Cia, ο οποίος τελούσε υπό την προστασία του Ενετού προξένου της Θεσσαλονίκης. Επιπλέον, πλήθος Τούρκων Εμίρηδων κατέκλυζε την πόλη, οι οποίοι αγόραζαν μεγάλες ποσότητες βάμβακος για εξαγωγή προς την Πολωνία και τις χώρες της Μαύρης Θάλασσας.
Στις αρχές του 19ου αιώνα το εμπόριο γνώρισε την καλύτερη εποχή του, μια πραγματικά «αναγεννησιακή» περίοδο. Σ’ αυτό συνέβαλε ο προοδευτικός Διοικητής των Σερρών Ισμαήλ Μπέης, ο οποίος κατόρθωσε να εδραιώσει συνθήκες στοιχειώδους ευνομίας και ασφάλειας των εμπορικών συναλλαγών. Την εποχή αυτή καθιερώθηκε και η περίφημη ετήσια εμποροπανήγυρη των Σερρών, το «Κερβάνι». Ιδιαίτερα άνθιζε τότε η εγχώρια βιομηχανία και γι’ αυτό οι συντεχνίες ή «εσνάφια» όπως λέγονταν, ήταν πάρα πολύ πλούσιες. Υπήρχαν δε πολλές τέτοιες, όπως των Αμπατζήδων, των Πισκερτζήδων, των Μπασματζήδων κ.λ.π.
Στα μέσα του 19ου αιώνα, αναφέρεται ότι ετησίως εξάγονταν στη Γερμανία 30.000 δέματα βάμβακος, καθώς και «Μαροκινά» υφάσματα εγχώριας κατασκευής. Αντίθετα, από τη Γερμανία εισάγονταν είδη ραπτικής, κοσμήματα, διάφορα υφάσματα και προ παντός τσόχινα, απαραίτητα για τις ενδυμασίες των χωρικών, με τα οποία εφοδιαζόταν ολόκληρη η Μακεδονία. Ωστόσο, μεγάλες ποσότητες βάμβακος κρατούσαν και οι Σερραίοι για τις βιομηχανίες τους. Έτσι παρήγαγαν ταυτόχρονα και βιομηχανικά προϊόντα, κυρίως υφάσματα (αμπάδες, αλατζάδες κ.ά.) Είναι γνωστή μια πρόταση που έκανε ο Γάλλος Πρόξενος της Θεσσαλονίκης, για την κατεργασία της πυρίτιδας στις επαρχίες των Σερρών. Η πληροφορία αυτή δείχνει το σημείο στο οποίο έφτασε η βιομηχανοποίηση των πρώτων υλών στην επαρχία των Σερρών.
Η τεράστια αυτή ανάπτυξη του εμπορίου συνετέλεσε στην ίδρυση πρακτορείων και υποκαταστημάτων στα εμπορικά κέντρα του εξωτερικού για τις ανάγκες των Σερραίων εμπόρων. Έτσι τα μέλη των Σερραίων στις Μακεδονικές παροικίες της Αυστροουγγαρίας και της Βλαχίας, ιδίως της Βιέννης, αυξάνονταν διαρκώς. Από τα αρχεία της κοινότητας των Ορθόδοξων Ελλήνων στη Βιέννη πληροφορούμαστε ότι στην επαναληπτική εκλογή επιτρόπων του ναού του Αγίου Γεωργίου της 20ης Νοεμβρίου 1815 ψήφισαν μόνο 6 Σερραίοι, ενώ ο αριθμός τους αυξήθηκε σε 32 κατά τη γενική συνέλευση της 17ης Μαρτίου του επόμενου έτους, 1816.
Κατά τους χρόνους της εμπορικής αυτής ευδαιμονίας ήρθε στις Σέρρες ένας μεγάλος επιχειρηματίας, ο οποίος αργότερα έγινε η ηγετική μορφή της επανάστασης στη Μακεδονία, ο Εμμανουήλ Παπάς. Η ευφυΐα του και το επιχειρηματικό του πνεύμα βρήκαν τότε στην πόλη πρόσφορο έδαφος. Έτσι, γρήγορα έγινε ο μοναδικός μεγαλέμπορος και τραπεζίτης της περιοχής, σε σημείο να δεσμεύει με τη δανειακή πολιτική του όλους τους Μπέηδες των Σερρών.
Ωστόσο, στα τέλη του 19ου αιώνα, άρχισε η βαθμιαία και κατόπιν οριστική παρακμή του εμπορίου των Σερρών, το οποίο περιήλθε στη γειτονική Θεσσαλονίκη. Η ανάπτυξη μιας ταχύτερης συγκοινωνίας με τα ατμόπλοια σήμανε το τέλος της εμπορικής ευδαιμονίας των Σερρών. Η τεράστια δε ανάπτυξη της Ευρωπαϊκής βιομηχανίας συνετέλεσε στην εξαφάνιση των τόσο ξακουστών συντεχνιών των Σερρών.
Κατά τους σκοτεινούς χρόνους της Τουρκοκρατίας η πόλη των Σερρών είχε κάνει ένα πρωτοποριακό βήμα μπροστά από όλες τις Μακεδονικές πόλεις και στη συστηματική καλλιέργεια και ανάπτυξη των Ελληνικών γραμμάτων, υπό την πνευματική ηγεσία φωτισμένων και πολύ μορφωμένων δασκάλων, οι οποίοι με τη λαμπρή διδασκαλία τους φώτισαν πολλές γενιές Ελληνόπουλων. Οι Σέρρες είχαν καταστεί τότε αληθινό πνευματικό κέντρο ολόκληρης της Ανατολικής Μακεδονίας. Έτσι εξηγείται και ο χαρακτηρισμός του Τούρκου γεωγράφου Χατζή Κάλφα, που την ονομάζει «πόλη των σοφών». Σύμφωνα δε με τον καθηγητή Gustav Weigand, «οι Σέρρες έπαιξαν για τον Ελληνισμό ρόλο ίδιο με εκείνον της Αχρίδας για τον Βουλγαρισμό, ως πολιτικό, εθνικό και εκκλησιαστικό κέντρο”.
Στην περίφημη Σχολή των Σερρών δίδαξαν σπουδαίοι δάσκαλοι εκείνης της εποχής, όπως ο Αναστάσιος Παπαβασιλόπουλος (1699-1702), ο Αναστάσιος Πώπας (1730), ο Αδάμος Ζαπέκος (1818-1821), ο Κωνσταντίνος Οικονόμου (1808-1815), ο Μηνάς Μηνωίδης (1815-1819), ο Ιωάννης Πανταζίδης (1858-1861) κ.ά.
Το 1870 ιδρύθηκε στις Σέρρες ο «Μακεδονικός Φιλεκπαιδευτικός Σύλλογος», με πρόεδρο τον γιατρό Ιωάννη Θεοδωρίδη, στην πρωτοβουλία του οποίου οφείλεται και η ίδρυση του περίφημου Διδασκαλείου Αρρένων (1871). Η διεύθυνση του Διδασκαλείου ανατέθηκε στον Δημήτριο Μαρούλη, άνδρα εξαιρετικής μόρφωσης και άριστο πατριώτη. Το Διδασκαλείο των Σερρών ήταν το πρώτο που ιδρύθηκε σε Τουρκοκρατούμενη περιοχή και έδειξε εθνικό ζήλο καθ’ όλο του το βίο.
Όταν, όμως, από το 1880 άρχισαν να αναδιοργανώνονται τα σχολεία και η πόλη απέκτησε Δημοτικά σχολεία καθώς και Παρθεναγωγείο και Γυμνάσιο, τότε το Διδασκαλείο του Μαρούλη απώλεσε σημαντικό έδαφος, μέχρι το 1885 οπότε και διαλύθηκε οριστικά. Εξαιτίας της διάλυσής του, ο Μαρούλης εγκατέλειψε τις Σέρρες και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου και πέθανε το 1892. Μετά από αυτόν τον λαμπρό δάσκαλο δίδαξαν στην πόλη και άλλοι αξιόλογοι παιδαγωγοί, όπως ο Ιωάννης Δέλλιος και η Άννα Τριανταφυλλίδου.
Η Ελληνική Επανάσταση του 1821
Με την ύψωση της σημαίας της Επανάστασης στην Αγία Λαύρα την 25η Μαρτίου του 1821 επαναστάτησαν και οι Σέρρες υπό την ηγεσία του σπουδαίου τέκνου τους και ένθερμου πατριώτη Εμμανουήλ Παπά, με τον οποίο συνδέεται και όλη η Ιστορία των Επαναστατικών εκείνων χρόνων.
Ο Εμμανουήλ Παπάς γεννήθηκε το 1773 στη Δοβίστα, χωριό πολύ κοντά στις Σέρρες, που σήμερα έχει το όνομά του. Ο πατέρας του Δημήτριος, πλούσιος προύχοντας της περιοχής, σε νεαρή ηλικία χειροτονήθηκε ιερέας και τιμήθηκε με το εκκλησιαστικό αξίωμα του Οικονόμου. Από κει προέρχεται και η οικογενειακή προσωνυμία του “Παπάς“. Μετά τη στοιχειώδη μόρφωσή του στο χωριό, ο Εμμανουήλ Παπάς μετέβη στις Σέρρες, για να συμπληρώσει τις σπουδές του στην εκεί ξακουστή Σχολή. Όταν αποφοίτησε από τη Σχολή, επέστρεψε στη Δοβίστα, όπου και παντρεύτηκε. Το 1805, όμως, το εμπορικό του δαιμόνιο τον επανέφερε στις Σέρρες ακριβώς την εποχή που το εμπόριο βρισκόταν στη μεγαλύτερη ακμή του. Σύντομα έγινε μεγάλος τραπεζίτης και μεγαλέμπορος της εποχής εκείνης, σεβαστός ακόμη και στους Τούρκους Μπέηδες.
Ο Παπάς μυήθηκε πολύ νωρίς στη Φιλική Εταιρεία από τον Ιωάννη Φαρμάκη και δεν δυσκολεύτηκε να μυήσει στον Ιερό Αγώνα τους τέσσερις αδερφούς του καθώς και τους ικανότερους πρόκριτους της Δοβίστας, οι οποίοι φρόντιζαν για τον εξοπλισμό των γύρω χωριών. Ωστόσο, λίγο αργότερα αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τις Σέρρες εξαιτίας της σφοδρής φιλονικίας του με τον Μπέη των Σερρών και πήγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου είχε την ευκαιρία να συνεργαστεί στενότερα με τους Φιλικούς. Στο μεταξύ η φήμη για την πατριωτική του δράση έφθασε σε κάθε άκρη της Ελλάδας. Είχε σχεδιάσει μάλιστα και δολοφονική απόπειρα εναντίον του ίδιου του Σουλτάνου, η οποία όμως απέτυχε λόγω προδοσίας.
Όταν κηρύχτηκε η Επανάσταση, ο Εμμανουήλ Παπάς εγκατέλειψε την Κωνσταντινούπολη και μετέβη στο Άγιο Όρος, όπου έγινε δεκτός με ενθουσιασμό από ηγούμενους και μοναχούς και ανακηρύχθηκε Αρχιστράτηγος της Μακεδονίας. Αφού εγκατέστησε το Στρατηγείο του στο Άγιο Όρος, ανέλαβε δράση μαζί με τους 2500 άνδρες του.
Στο μεταξύ στις Σέρρες εκδηλώθηκε επαναστατικό κίνημα με την καθοδήγηση του Μητροπολίτη, το οποίο όμως καταπνίγηκε εν τη γενέσει του, ενώ η πόλη σώθηκε από θαύμα από την ερήμωση και τη σφαγή. Ήταν τότε η 8η Μαΐου 1821, ημέρα γιορτής του Ευαγγελιστή Ιωάννη του Θεολόγου, ο οποίος και θεωρήθηκε σωτήρας και προστάτης της πόλης. Γι’ αυτό και οι Σερραίοι 14 χρόνια μετά, το 1835, έχτισαν προς τιμήν του ομώνυμο ναό στη συνοικία Άνω Καμενίκια. Ενώ όμως η καταστροφή της πόλης αποφεύχθηκε, η εκδικητική μανία των Τούρκων ξέσπασε πάνω στην οικογένεια του Εμμανουήλ Παπά. Η σύζυγός του με τα παιδιά του ρίχτηκαν στη φυλακή. Η περιουσία του δημεύθηκε και το σπίτι του κάηκε. Ο ίδιος, όμως, άκαμπτος συνέχισε χωρίς βοήθεια τον σκληρό αγώνα στη Χαλκιδική. Ενώ οι Τούρκοι είχαν αρχίσει γενική επίθεση κατά των Ελλήνων, ο Παπάς έκανε εκκλήσεις βοήθειας προς τον Υψηλάντη, χωρίς κανένα αποτέλεσμα.
Οι επιτυχίες του στην Κασσάνδρα και η διάθεση ολόκληρης της προσωπικής του περιουσίας για τον αγώνα δεν έσωσαν το επαναστατικό κίνημα. Έτσι, μετά την εκστρατεία του Αβδούλ Αμπούδ, την καταστροφή της Κασσάνδρας και την υποταγή των Αγιορειτών, ο Παπάς αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το Άγιο Όρος καταδιωκόμενος από τον τουρκικό στρατό. Αναχώρησε με πλοιάριο για την Ύδρα, αλλά εξαντλημένος από τις κακουχίες του πολέμου και από τις συγκινήσεις της τραγικής του περιπέτειας, πέθανε από συγκοπή μέσα στο πλοιάριο όταν περιέπλεε τον Καφηρέα. Η σωρός του ήρωα μεταφέρθηκε στην Ύδρα και κηδεύτηκε με τιμές στρατηγού. Το 1843 αναρτήθηκε στο Ελληνικό Βουλευτήριο το όνομά του, ως ενός από τους πρωταγωνιστές της Επανάστασης του 1821.