Μυθολογία Αρχαϊκοί Χρόνοι
Μυθικοί χρόνοι
Από τους μυθικούς χρόνους ο ρόλος της περιοχής του Νομού Σερρών ήταν ενεργός. Διάσημος ήταν στον Νομό Σερρών κατά την εποχή αυτή ο Συλέας, βασιλιάς που ζούσε στην περιοχή του Παγγαίου. Λέγεται ότι ο Συλέας υποχρέωνε τους διαβάτες να δουλεύουν στους αμπελώνες του. Το ίδιο ήθελε να κάνει και με τον ήρωα Ηρακλή. Ο Ηρακλής όμως, αφού κατέστρεψε τους αμπελώνες του, σκότωσε τον Συλέα και την κόρη του Ξενοδίκη. Σ’ ένα σατυρικό δράμα ο Ευριπίδης παρουσιάζει τον Ηρακλή να έχει πουληθεί ως δούλος στον Συλέα και όχι στην Ομφάλη, όπως συνήθως λέγεται. Τότε εκείνος έστειλε τον ήρωα στους αμπελώνες του, αλλά ο Ηρακλής κατέστρεψε όλα τα κτήματα, τα φορτώθηκε στους ώμους του και τα μετέφερε στα ανάκτορα του Συλέα. Εκεί σκότωσε τον καλύτερο ταύρο, άνοιξε το καλύτερο βαρέλι με κρασί, κατασκεύασε ένα τραπέζι στις πύλες των ανακτόρων και στη συνέχεια υποχρέωσε το Συλέα να τον σερβίρει.
Επίσης, κατά τη μυθολογία, πέρασε από τον Νομό Σερρών ο Ηρακλής, όταν επέστρεψε από τη Θράκη. Λέγεται ότι οι κάτοικοι τότε παραπονέθηκαν στον ήρωα για τις μεγάλες ζημιές που τους προκαλούσε ο ποταμός Στρυμόνας με τις συχνές πλημμύρες του. Ο Ηρακλής τότε διευθέτησε την κοίτη και απάλλαξε τους κατοίκους από τις φοβερές καταστροφές. Αυτός ήταν ο δέκατος άθλος του Ηρακλή.
Στον Νομό Σερρών τοποθετείται το Νύσιο πεδίο, όπου ο Πλούτωνας άρπαξε την κόρη της Δήμητρας, Περσεφόνη.
Κατά τον Απολλόδωρο τον Αθηναίο ο Λυκούργος, βασιλιάς των Ηδωνών, ενός λαού που κατοικούσε κοντά στο Στρυμόνα, είναι ο πρώτος που τόλμησε να διώξει το Διόνυσο από τη χώρα του. Ο Διόνυσος τότε κατέφυγε στη Νήριδα Θέτιδα, ενώ οι Βάκχες και οι Σάτυροι της ακολουθίας του αιχμαλωτίστηκαν από τους Ηδωνούς. Σύντομα όμως απελευθερώθηκαν χάρη στην επέμβαση του Θεού Διόνυσου, ο οποίος τιμωρώντας για την τόλμη του το Λυκούργο τον έκανε να παραλογισθεί. Κι ο βασιλιάς, παραλογισμένος, σκότωσε τον γιό του, Δρύαντα νομίζοντας ότι ήταν κλήμα του αμπέλου και τότε μόνο αυτοτιμωρούμενος ξαναβρήκε τα λογικά του.
Μετά απ’ αυτό η γη έγινε χέρσα και ο Θεός έδωσε χρησμό, ότι θα γινόταν πάλι γόνιμη, αν οι Ηδωνοί σκότωναν τον Λυκούργο. Πράγματι οι Ηδωνοί, όταν έμαθαν το χρησμό, μετέφεραν δεμένο το βασιλιά τους στο Παγγαίο και τον καταδίκασαν σε φρικτό θάνατο σύμφωνα με τις υποδείξεις του Διόνυσου, δηλαδή τον άφησαν να κατασπαραχθεί από άγρια άλογα.
Στενές σχέσεις με τον τόπο αυτό είχε ο γιος του Θησέα, Δημοφώνοντας ή Ακάμας. Αυτός κατά τη μυθολογία παντρεύτηκε τη Φυλλίδα, κόρη ντόπιου βασιλιά. Λίγο αργότερα όμως την εγκατέλειψε και έφυγε στην Αθήνα. Τότε η δυστυχισμένη βασιλοπούλα μέσα στην απελπισία της κρεμάστηκε στις Εννέα Οδούς (Αμφίπολη).
Ο Κριός, από τον οποίο προήλθε το περίφημο Χρυσόμαλλο δέρας, γεννήθηκε από τον έρωτα του Ποσειδώνα και της Θεοφανούς, κόρης του Βισάλτη, γενάρχη των Βισαλτών, οι οποίοι κατοικούσαν στην περιοχή της σημερινής Νιγρίτας. Ο Βισάλτης για ν’ απαλλάξει την κόρη του από το πλήθος των μνηστήρων που την πολιορκούσαν τη μετέφερε σ’ ένα νησί. Οι μνηστήρες όμως μαγεμένοι από την ομορφιά της δεν αποθαρρύνθηκαν, επέμειναν και ανακάλυψαν το καταφύγιό της. Και μια μέρα έφτασαν στο νησί, τους κατοίκους του οποίου ο Ποσειδώνας είχε μεταμορφώσει σε ζώα και άρχισαν να τα σκοτώνουν. Τότε ο θεός της θάλασσας μεταμόρφωσε τους αντίζηλούς του σε λύκους και, αφού ο ίδιος μεταμορφώθηκε σε κριό και μεταμόρφωσε τη νέα σε αμνάδα, ενώθηκε μαζί της. Έτσι γεννήθηκε ο κριός με το χρυσόμαλλο δέρας, που έπαιξε σπουδαίο ρόλο στο μύθο των Αργοναυτών.
Ιστορικοί χρόνοι
α. Αρχαϊκή-Ελληνιστική περίοδος
Σαν πρώτοι κάτοικοι του Νομού Σερρών αναφέρονται οι Θράκες. Μετά την άλωση της Τροίας όμως ο τόπος κατοικήθηκε από διάφορα Παιονικά και Θρακικά φύλα, όπως : Σιροπαίονες, Παιόπλες, Βισάλτες, Ηδωνοί, Σιντοί, Αγριάνες, Οδόμαντοι, Οδρύσες, Μαίδοι, Σάτρες κ.α. Αυτοί οι λαοί στην αρχή αποτελούσαν αυτόνομα κράτη με δικό του βασιλιά το καθένα. Γύρω στα τέλη του 6ου π.Χ. αιώνα υποτάχθηκαν στους Πέρσες και οδηγήθηκαν αιχμάλωτοι στην Ασία, όπου παρέμειναν για μια περίπου δεκαπενταετία. Με την έκρηξη όμως της Ιωνικής Επανάστασης κατόρθωσαν με την βοήθεια των Ιώνων και Χίων να επανέλθουν στην πατρίδα τους. Πολέμησαν επίσης σκληρά εναντίον του Ξέρξη, όταν αυτός πέρασε από το Νομό Σερρών κατά την εκστρατεία του εναντίον της Ελλάδας το 480 π.Χ. Τον 4ο αιώνα π.Χ. όλοι αυτοί οι λαοί υπήχθηκαν στους βασιλείς της Μακεδονίας και απετέλεσαν την ‘επίκτητον Μακεδονίαν’. Αργότερα πολλοί από τους λαούς αυτούς ακολούθησαν τον Μέγα Αλέξανδρο στη μεγάλη υπερπόντια εκστρατεία του και πήραν μέρος στις σπουδαιότερες μάχες, όπου και διακρίθηκαν για την ανδρεία τους.
Η περιοχή της σημερινής Επαρχίας Σιντικής κατοικήθηκε από τους Σιντούς ή Σίντιους, οι οποίοι ξεκίνησαν γύρω στον 19ο αιώνα π.Χ. από την Σιντιίδα, τη σημερινή Λήμνο, αφήνοντας την πατρίδα τους για τον ένα ή τον άλλο λόγο. Το ελληνικό αυτό φύλο, αφού έφτασε στα παράλια της Θράκης, στο Στρυμονικό Κόλπο, ακολούθησε το ρου του Στρυμόνα, που τα χρόνια εκείνα αποτελούσε το φυσικό δρόμο για τις Βαλκανικές χώρες. Ο νησιωτικός αυτός λαός ίσως να κατευθύνονταν πέρα από τον Όρβηλο για μια οριστική εγκατάστασή του, αν δεν τραβούσε την προσοχή του η μορφολογία του εδάφους των μερών αυτών και η χαρακτηριστική ιδιομορφία του. Εμφορούμενοι από τον Τρωικό πολιτισμό, με τη διορατικότητά τους χαρακτήρισαν την παραστρυμόνια περιοχή σαν ιδανικό τόπο εγκατάστασής τους.
Ο λαός αυτός κατά το Στράβωνα ήταν Θρακικό φύλο. Άλλοι όμως ιστορικοί υποστηρίζουν πως ήταν Πελασγική φυλή, συγγενική με τους Σιντίους της Σαμοθράκης. Ο Όμηρος τους ονομάζει ‘Αγριόφωνες’.
Η χώρα που εγκαταστάθηκαν, από το όνομά τους ονομάστηκε Σιντική και είχε σχεδόν τα ίδια όρια με τη σημερινή επαρχία Σιντικής.
Οι Σίντιοι είχαν τα ίδια ήθη και έθιμα με τους άλλους Έλληνες. Μιλούσαν την ελληνική γλώσσα και λάτρευαν τους δώδεκα θεούς του Ολύμπου. Ο πιο αγαπημένος τους όμως θεός ήταν ο χωλός χαλκουργός Ήφαιστος.
Με το πέρασμα των αιώνων οι Σίντιοι έχτισαν στη χώρα τους ωραίες πόλεις. Απ’ αυτές γνωστές είναι η Ηράκλεια, η Σκοτούσα, η Γηρασκός, η Ορβηλία, η Τρίστολος και η Παροικόπολη. Η πιο αξιόλογη ήταν η Ηράκλεια, που έχτισε ο πατέρας του Φιλίππου του Β’, ο Αμύντας ο Γ’. Ο Μακεδόνας αυτός βασιλιάς είχε καταφέρει στους πρόποδες του Μπέλες λαμπρή νίκη κατά των βαρβάρων. Σ’ ανάμνησή της οικοδόμησε την Ηράκλεια για τιμή του Ηρακλή, που απόγονοί του θεωρούνται οι βασιλείς της Μακεδονίας. Η πόλη αυτή οχυρώθηκε από τον Αμύντα με απόρθητα τείχη, που ίχνη της υπάρχουν και σήμερα. Την εποχή των Αντιγονιδών, των απογόνων του Μ. Αλεξάνδρου, η Ηράκλεια έγινε πρωτεύουσα της Σιντικής και έδρα του επάρχου της Παιονίας, όπως αναφέρει ο ιστορικός Τίτος Λίβιος. Στην πόλη αυτή η δολοφονία του Δημητρίου από τον αδελφό του, Περσέα έγινε αφορμή να εκστρατεύσουν οι Ρωμαίοι κατά του Περσέα το 168 π.Χ. και να καταλάβουν την Μακεδονία. Οι Σιντοί τόσο γενναία αγωνίσθηκαν κατά την μάχη της Πύδνας στο πλευρό του Μακεδόνα βασιλιά, που επέσυραν το μίσος του Ρωμαίου αντιπάλου Αιμιλίου Παύλου, ο οποίος αργότερα λεηλάτησε τη χώρα τους για να τους τιμωρήσει.
Μετά την διαίρεση της Μακεδονίας από τους Ρωμαίους σε τέσσερα μέρη, η Σιντική περιελήφθηκε στο Πρώτο μέρος, του οποίου πρωτεύουσα ήταν η Αμφίπολη. Στη συνέχεια, μετά τη μάχη των Φιλίππων το 42 π.Χ. η αρχαία πρωτεύουσα της Σιντικής Ηράκλεια κηρύχθηκε ελεύθερη, όπως αναφέρει ο Τίτος Λίβιος. Υπήρχε δε μέχρι το 10ο μ.Χ. αιώνα, οπότε μνημονεύεται για τελευταία φορά από τον Ιεροκλή και τον Κωνσταντίνο Πορφυρογέννητο.
Οι Αγριάνες κατά τον Θουκιδίδη ήταν φύλο Παιονικό και κατοίκησαν την Πάνω Κοιλάδα του Στρυμόνα. Οι Αγριάνες κατά τον Αρριανό ήταν εύρωστοι, σκληραγωγημένοι και πολεμικότατοι. Πόλεις της Αγριανής χώρας αναφέρονται η Ορθόπολη και η Παρορβηλία.
Ανατολικά της Αγριανής χώρας κατοικούσαν οι Σάτρες, φύλο μάλλον Θρακικό. Στο αρχαίο λίκνο των Σάτρων υπάρχει και σήμερα χωριό με το όνομα Σάτρα. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας κατοικούνταν από βλάχους βοσκούς.
Οι Αγριάνες, αφού υποτάχθηκαν στους Μακεδόνες, έμειναν κάτω από την κυριαρχία τους μέχρι τον Περσέα. Από τότε εξαφανίστηκαν ή αφομοιώθηκαν και το όνομά τους έσβησε. Οι Σάτρες, επειδή κατοικούσαν στις απρόσιτες βουνοκορφές του Ορβήλου, δεν κατακτήθηκαν, αφομοιώθηκαν όμως ή και εξαφανίστηκαν στις μετακινήσεις τους σε άλλες βουνοκορφές του Αίμου, του Μενοικίου ή του Παγγαίου.
Οι Μαίδοι, που κατά τον Στέφανο τον Βυζάντιο ήταν επίσης θρακικό φύλο, ήρθαν και κατοίκησαν στην Πάνω Κοιλάδα του Στρυμόνα τον 14ο περίπου π.Χ. αιώνα. Η Μαιδική χώρα συνόρευε με τη Σιντική, την Αγριανή, την Παιονία και με τα βουνά Όρβηλο και Σκόμιο. Διατήρησαν οι Μαίδοι την ανεξαρτησία τους μέχρι το 356 π.Χ., οπότε και υποτάχθηκαν στον Φίλιππο τον Β’ χωρίς όμως να πάψουν ν’ αγωνίζονται, για ν’ αποκτήσουν ξανά την ελευθερία τους. Ο Πλούταρχος αναφέρει ότι οι Μαίδοι, 10 χρόνια μετά την υποδούλωσή τους στους Μακεδόνες επαναστάτησαν για επανάκτηση της ανεξαρτησίας τους. Μόλις πληροφορήθηκαν την εκστρατεία του Φιλίππου στο Βυζάντιο, προσπάθησαν ν’ αποτινάξουν την Μακεδονική κυριαρχία. Η απόπειρά τους όμως καταπνίγηκε αστραπιαία από τον 16χρονο Μ. Αλέξανδρο, που τους τιμώρησε σκληρά καταστρέφοντας την πρωτεύουσά τους Ιαμφορίνα, που γι’ αυτή μιλάει ο Πλίνιος.
Η Μαιδική χώρα, παρ’ όλο που ήταν μεγάλη σε έκταση και πληθυσμό, είχε μόνο δύο μεγάλες πόλεις εκτός από την πρωτεύουσα, τη Δεσούδαβα και την Πέτρα ή Βυζαντινή Σελευκτούπολη, αργότερα Πετρίτσα, σήμερα Πετρίτσι.
Η αρχαία Πέτρα ήταν πολύ καλά οχυρωμένη πόλη. Ο Φίλιππος ο Ε’ στην επιστροφή του από την περιοχή Σκομίου, όπου είχε εκστρατεύσει για να υποτάξει και τη μακρινή αυτή γωνιά της Μαιδικής, πολιόρκησε και την Πέτρα, που την κυρίεψε με πολύ κόπο, ύστερα από πολλές εφόδους. Ετσι, η οχυρή αυτή πόλη προσαρτήθηκε στο Μακεδονικό κράτος μόλις το 211 π.Χ.
Η Πέτρα, Πετρίτσα ή Πετρίτσι επιδικάσθηκε στη Βουλγαρία το 1913. Οι κάτοικοί της κατέφυγαν στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκαν στο χωριό της επαρχίας Σιντικής Βέτρινα, που μετονομάσθηκε Νέο Πετρίτσι.
Αναφορά στους Σιροπαίονες που κατοίκησαν την Παιονική χώρα και ίδρυσαν περί τον 12ο π.Χ. αιώνα την πόλη των Σερρών, γίνεται από τον Ηρόδοτο. Οι Σιροπαίονες ήταν άποικοι των Τευκτρών της Φρυγίας και είχαν μεταναστεύσει στην Μακεδονία αμέσως μετά τον Τρωικό Πόλεμο. Ο Ηρόδοτος ονομάζει την πόλη για πρώτη φορά ως ‘Σίρις η Παιονική’ και ιστορεί μάλιστα ότι σ’ αυτήν άφησε ο Ξέρξης το χρυσό άρμα του, κατά την εκστρατεία του εναντίον της Ελλάδος. Μετά τον Ηρόδοτο αναφορά στην πόλη κάνει ο Θεόπομπος σ’ ένα απόσπασμά του 20ού βιβλίου του των ‘Φιλιππικών’. Από τους Ρωμαίους συγγραφείς μόνο ο Τίτος Λίβιος την ονομάζει ‘Σίρας’ (Siras) στον πληθυντικό και ιστορεί ότι ο Αιμίλιος Παύλος, αφού νίκησε τον Περσέα και υπέταξε τις Μακεδονικές πόλεις, μετέβη στην Αμφίπολη αφήνοντας το στρατό του στρατοπεδευμένο στην πεδιάδα των Σιρών. Κατά τους Ρωμαϊκούς χρόνους αναφέρεται επίσης και με την ονομασία ‘Σιραίων πόλις’. Κατά τη Μεσαιωνική εποχή η πόλη μνημονεύεται ως Σέρραι και πιο σπάνια Σέρρα και Φεραί. Στους Λατίνους τέλος και Φράγκους η γραφή του ονόματος της πόλης υπέστη πολλές μεταβολές και μεταμορφώσεις. Ετσι αναφέρεται ως Sarxa, Serra, Ceres και Serre. Με το σημερινό της όνομα Σέρραι μνημονεύεται από τον 5ο αιώνα μ.Χ.
Τα παλαιότερα αρχαιολογικά ευρήματα (κομμάτια Αττικών μελανόμορφων αγγείων) που βρέθηκαν στο λόφο της Ακρόπολης της πόλης των Σερρών και χρονολογήθηκαν περί τα τέλη του 6ου π.Χ. αιώνα, βεβαιώνουν ότι, στη θέση της σημερινής πόλης, βρίσκονταν και η ‘Σίρις η Παιονική’ του Ηροδότου και σ’ αυτήν αργότερα υψώθηκαν οι Ελληνικοί Μεσαιωνικοί Προμαχώνες του ισχυρού κάστρου των Σερρών.
Γενικά, από όλα τα αρχαιολογικά ευρήματα βγαίνει το συμπέρασμα ότι η αρχαία Σίρις κτίσθηκε στο λόφο της Ακρόπολης, που είναι και ο πιο δυσάλωτος απ’ όλους τους γύρω λόφους που αποτελούσαν το φυσικό περιτείχισμα προς βορρά της σημερινής πόλης. Όλες εξάλλου οι πόλεις της εποχής εκείνης (π.χ. Τροία, Μυκήνες) ήταν κτισμένες σε υψηλούς λόφους και περιβάλλονταν με ισχυρά τείχη.
Τέλος τα υπολείμματα αρχαίου πύργου, τα οποία περιελήφθησαν στη βάση του βυζαντινού πύργου που σώζεται μέχρι σήμερα, μαρτυρούν σαφώς ότι στο ίδιο σημείο υψωνόταν κατά τους αρχαίους χρόνους κραταιό κάστρο με στερεά τείχη και έφερε το βάρος της άμυνας και γενικά της ασφάλειας της αρχαίας πόλης των Σερρών, της ‘Σίρεως’ του Ηροδότου.
Η σημερινή επαρχία Φυλλίδας κατά την αρχαιότητα αποτελούσε τμήμα της Ηδωνικής χώρας ή, όπως ονομαζόταν διαφορετικά, Ηδωνίδος και περιελάμβανε την περιοχή της σημερινής Ζίχνης, Αλιστράτης και Δράμας. Παλαιότερα, η χώρα αυτή κατοικούνταν από διάφορους λαούς, πληροφορίες για τους οποίους έχουμε από νομίσματα που βρέθηκαν στην περιοχή Νέας Ζίχνης.
Οι Ζεαιλέοι, που ήταν παιονικής καταγωγής και προτιμούσαν να ζουν στα ορεινά, κατοίκησαν γύρω από το Στρυμόνα. Αναφέρονται σε νομίσματα που χρονολογούνται από το 520 περίπου π.Χ. Σε Βυζαντινά έγγραφα εξάλλου, αναφέρεται πόλη με το όνομα Ζελίχοβα, Ζιλίχοβα, Ζηλιάχοβα (Ν. Ζίχνη).
Κατά τον καθηγητή Σβορώνο, συγγενικός λαός με τους Ζαιελέους, που κατοίκησε την περιοχή της Φυλλίδας ήταν και οι Ιχναίοι. Κι αυτοί ήταν προφανώς παιονικής καταγωγής. Πληροφορίες γι’ αυτούς έχουμε επίσης από νομίσματα, που κατά τους νομισματολόγους κόπηκαν κατά την εποχή των Μακεδόνων βασιλέων πριν από τον Αλέξανδρο Α’ και ανήκουν όλα στους Παίονες. Έχει αποδειχθεί ότι τα νομίσματα των Ιχναίων κόπηκαν στην Ίχνα του Παγγαίου.
Υπάρχει επίσης μεγάλη αφθονία νομισμάτων ενός ακόμη λαού, των Ορρεσκίων, που μοιάζουν πολύ με τα νομίσματα των Ιχναίων και χρησιμοποιούν τις ίδιες παραστάσεις.
Συγγενικοί λαοί με τους Ιχναίους ήταν και οι Δερροναίοι, Λιαίοι, Ληταίοι, Περναίοι και Διονύσιοι.
Οι Δόβηρες, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, πρέπει να κατοικούσαν ανάμεσα στη Ζίχνη και Αλιστράτη. Ισως ήταν ένα υπόλοιπο από τους Δόβηρες που κατοικούσαν κοντά στη Δοϊράνη, όπως λέγεται από το Θουκυδίδη και υπήρχε πόλη με τ’ όνομα Δόβηρος που κατέκτησε ο Σιτάλκης το 429 π.Χ.
Γενάρχης των Ηδωνών, οι οποίοι έδωσαν και το όνομά τους στην περιοχή, εθεωρείτο ο Ηδωνός, γιός του Άρη και της νύμφης Καλλιρόης, κόρης του Νέστου ποταμού. Οι Ηδωνοί ήταν γνωστότατοι για την οργιαστική λατρεία του Διονύσου. Πρώτος βασιλιάς τους ήταν ο μυθικός ήρωας Λυκούργος, για τον οποίο, όπως αναφέρθηκε ήδη, λέγεται ότι θέλησε ν’ απαγορεύσει τη λατρεία του Διονύσου, αλλά καταδιώχθηκε από τις Μαινάδες, βρίσκοντας τελικά φρικτό θάνατο κατασπαραχθείς από άγρια άλογα. Δεύτερος βασιλιάς των Ηδωνών θεωρείται ο Πιττακός που μνημονεύεται από το Θουκιδίδη. Το βασιλιά αυτόν λέγεται ότι σκότωσε ο γιος του και η γυναίκα του. Περί το 500 π.Χ. βασιλεύει στην Ηδωνίδα ο Γέτας.
Διασώθηκαν αργυρά οκτάδραχμα νομίσματα του βασιλιά αυτού που απεικονίζουν από μπροστά γυμνό άνδρα με δυο βόδια και από πίσω φέρουν την επιγραφή “ΓΕΤΑ ΒΑΣΙΛΕΥ ΗΔΩΝΕΩΝ” ή “ΒΑΣΙΛΕΥ ΗΔΩΝΕΩΝ”. Τα νομίσματα αυτά βρέθηκαν στον Τίγρητα ποταμό της Ασίας, όπου μεταφέρθηκαν οι Ηδωνοί αιχμάλωτοι από τους Πέρσες, περί τα τέλη του 6ου π.Χ. αιώνα.
Κατά τους Μηδικούς πολέμους, σύμφωνα με πληροφορίες του Ηροδότου, πέρασε από την Ηδωνική χώρα ο βασιλιάς των Περσών Ξέρξης κατά την εκστρατεία του εναντίον της Ελλάδος. Μετά την ήττα του στις Πλαταιές το 479 π.Χ. ο Ξέρξης ήρθε και πάλι στην Ηιόνα, ‘την επί Στρυμόνι’ όπως λέει ο Ηρόδοτος. Εδώ άφησε το στρατό του σατράπη Βόγη για να τον οδηγήσει στις Ελληνοποντιακές ακτές, ενώ ο ίδιος επιβιβάσθηκε σε φοινικικό πλοίο και απέπλευσε προς την Ασία.
Η Ηδωνική χώρα χωριζόταν σε τρία τμήματα, από τα οποία το πρώτο ονομαζόταν Φυλλίς, από την ομώνυμη κόρη του βασιλιά της θράκης Σιθώνα, το δεύτερο κυρίως Ηδωνίς και το τρίτο Πιερία. Η χώρα αυτή ήταν πυκνότατα κατοικημένη και περιείχε πολλές πόλεις: την Αμφίπολη, Ηιόνα, Φιλίππους, Μύρκινο, Φάγρητα, Οισύμη, Γαληψό, Δραβήσκο, Δάτο, Νεάπολη, Σκαπτή Υλη, Ακόντισμα, Πίστυρο, Γάζωρο, Πέρνη.
Η Αμφίπολη ήταν η πιο αξιόλογη πόλη της Ηδωνικής χώρας και βρίσκονταν στην ίδια θέση με το σημερινό χωριό Αμφίπολη, πάνω σε οχυρό λόφο, στην ανατολική όχθη του Στρυμώνα. Αρχικά το όνομά της ήταν Εννέα Οδοί, από τις εννέα οδούς που έφθαναν σ’ αυτήν από διάφορες κατευθύνσεις.
Οι Πελασγοί, οι Σάτρες, οι Ηδωνοί, οι Οδόμαντοι, οι Παίονες και στη συνέχεια οι βασιλείς της Μακεδονίας πρωταγωνιστούν σε διάφορες φάσεις της ιστορίας της Αμφίπολης.
Αλλά ανάμεσα στους λαούς της αρχαιότητας, οι οποίοι φιλονικούσαν για μια τόσο πλούσια κτήση, κατ’ εξοχήν διακρίνονταν οι Αθηναίοι, οι οποίοι αφού κατέκτησαν την Ηιόνα επί Κίμωνα και αποπειράθηκαν δύο φορές να καταλάβουν τις Εννέα οδούς, αποκρούσθηκαν από τους Ηδωνούς. Στο τέλος όμως κυρίευσαν την πόλη το 437 π.Χ. υπό τη στρατηγεία του Άγνωνος, που ίδρυσε στην πόλη αθηναική αποικία και την μετονόμασε σε Αμφίπολη. Ονομάστηκε δε έτσι γιατί ήταν κτισμένη ανάμεσα σε δύο βραχίονες του Στρυμόνα, ο οποίος μαζί με το τείχος που την περιέβαλλε, την καθιστούσε οχυρή κι απρόσιτη.
Εξαιτίας αυτής της θέσης της η Αμφίπολη, αλλά και εξαιτίας της άφθονης ναυπηγήσιμης ξυλείας, των μεταλλείων χρυσού και αργύρου και του εύφορου εδάφους της, έγινε κατά την αρχαιότητα το μήλο της έριδος μεταξύ Αθηναίων, Λακεδαιμονίων και Μακεδόνων. Στη μάχη που δόθηκε το 422 π.Χ. μπροστά από τα τείχη της πόλης σκοτώθηκε ο στρατηγός των Λακεδαιμονίων Βρασίδας, τον οποίο οι Αμφιπολίτες έθαψαν δημοσία δαπάνη και τον τίμησαν ως ήρωα και ιδρυτή της πόλης τους.
Από τότε η Αμφίπολη δοκίμασε πολλές μεταβολές, άλλοτε ως αποικία κι άλλοτε ως ελεύθερη πόλη, έως ότου ο Μακεδόνας βασιλιάς Περδίκκας έγινε κυριός της το 364 π.Χ. Υπό την κυριαρχία των Μακεδόνων παρέμεινε μέχρι το 359 π.Χ., οπότε ο βασιλιάς Φίλιππος απέσυρε τη Μακεδονική φρουρά χάρη των Αθηναίων και υποσχέθηκε να τους παραδώσει την πόλη. Αθέτησε όμως την υπόσχεσή του και κατέλαβε την πόλη το 357 π.Χ., η οποία από τότε παρέμεινε υπό την κυριαρχία της Μακεδονίας.
Η Αμφίπολη ήταν το ορμητήριο του Μ. Αλεξάνδρου για την κατάκτηση του τότε γνωστού κόσμου. Εδώ πέθαναν όλα τα μέλη του βασιλικού οίκου, ο Φίλιππος, ο Αριδαίος, η Ευριδίκη, η Ρωξάνη και ο μικρός Αλέξανδρος. Εδώ κατέφυγε ο τελευταίος βασιλιάς της Μακεδονίας Περσέας μετά την ήττα του στην Πύδνα. Ο Ρωμαίος ύπατος Αιμίλιος Παύλος εδώ δέχτηκε τους πρεσβευτές των διαφόρων ελληνικών πολιτειών κι εδώ διοργάνωσε την κατακτημένη Μακεδονική χώρα, καθιστώντας την Αμφίπολη πρωτεύουσα της “Μακεδόνων Πρώτης” επαρχίας. Απ’ αυτήν την πόλη περνούσε η Εγνατία ρωμαϊκή οδός και από την Αμφίπολη πέρασε το 49 μ.Χ. ο Απόστολος Παύλος κατά την πορεία του από τους Φιλίππους προς την Θεσσαλονίκη.
Κατά την Βυζαντινή εποχή η πόλη μνημονεύεται και ως Αμφίπολη και ως Ποπολία. Ιστορείται ότι καταστράφηκε, αλλά ξανακατοικήθηκε και νέα τείχη έκανε ο Αυτοκράτορας Ανδρόνικος Γ’ ο νεότερος το 1341 μ.Χ. Αργότερα όμως καταστράφηκε και πάλι, οπότε περισώθηκαν μερικά ερείπια των τειχών και των πύργων, τα οποία φαίνονται ακόμη και σήμερα στην κορυφή του λόφου.
Σήμερα η αρχαιολογική σκαπάνη ανέσκαψε στο χώρο της Αμφίπολης τέσσερις βυζαντινούς ναούς (τύπου Βασιλικής), των οποίων διατηρούνται σχεδόν άθικτα τα θαυμάσια ψηφιδωτά δάπεδα με εξαιρετικές παραστάσεις από το φυτικό και ζωικό κόσμο. Αποκαλύφθηκαν επίσης Μακεδονικοί τάφοι με κτερίσματα ανυπολόγιστης αρχαιολογικής αξίας και ήρθαν στο φως πολυάριθμες αναθηματικές και επιτύμβιες επιγραφές μεγάλης ιστορικής σημασίας και χιλιάδες νομισμάτων, τα οποία από καλλιτεχνική άποψη θεωρούνται ως τα πλέον άριστα όλων των αρχαίων πόλεων της Βόρειας Ελλάδος.
Περί τον 4ο π.Χ. αιώνα η Φυλλίδα προσαρτήθηκε στο Μακεδονικό κράτος και απετέλεσε τμήμα της ‘Επικτήτου Μακεδονίας‘. Ο βασιλιάς δε της Μακεδονίας Φίλιππος ο Β’ ήταν ο πρώτος που εκμεταλλεύθηκε πολύ τα χρυσωρυχεία του Παγγαίου. Με τον χρυσό αυτό μάλιστα έκοψε νέου τύπου νομίσματα, όμοια με τους Περσικούς Δαρεικούς. Το νόμισμα αυτό, που ονομάσθηκε ‘ΦΙΛΙΠΠΕΙΟΝ‘, είχε μεγάλη διάδοση ακόμη και έξω από τα όρια του Μακεδονικού κράτους.
Την αρχαία Βισαλτία, που πήρε το όνομά της από το Βισάλτη, γιο του Ηλίου και της Γης, κατοίκησαν για πρώτη φορά οι Θράκες Βισάλτες, οι οποίοι ήρθαν εδώ από τη Χαλκιδική. Κατά την εκστρατεία των Περσών εναντίον της Ελλάδος ο βασιλιάς της Βισαλτίας μη θέλοντας ν’ ακολουθήσει τους βαρβάρους, έφυγε στη Ροδόπη στους δε γιούς του απαγόρευσε να εκστρατεύσουν κατά της Ελλάδος στο πλευρό των Ασιατών επιδρομέων. Αυτοί όμως δεν άκουσαν τη συμβουλή του πατέρα τους και ακολούθησαν τους βαρβάρους. Όταν μετά τη φυγή των Περσών ο βασιλιάς επανήλθε και βρήκε τους γιούς του σώους και αβλαβείς, αυτοτυφλώθηκε.
Από το 479 π.Χ. η Βισαλτία κατακτήθηκε από τον Αλέξανδρο τον Α’. Αργότερα ο Περικλής έστειλε 1.000 Αθηναίους αποίκους, οι οποίοι συνέβαλαν πολύ στον εκπολιτισμό των Βισαλτών. Στη μάχη της Πύδνας το 168 π.Χ., στην οποία κρίθηκε η τύχη της Μακεδονίας, οι Βισάλτες πολέμησαν στο πλευρό του Περσέα. Τόσο πολύ διακρίθηκαν για την ανδρεία τους, ώστε ο Περσέας μετά την ήττα του, τότε μόνο απελπίσθηκε τελείως, όταν τον εγκατέλειψαν και οι ΄ανδρείοι Βισάλτες‘.
Η επαρχία αυτή, αν και είχε μικρή έκταση κατά την αρχαιότητα, εν τούτοις περιείχε πολλές πόλεις, οι οποίες συχνά μνημονεύονται από τους αρχαίους συγγραφείς: η Άργιλος, το Κερδύλιον, η πρωτεύουσα της χώρας, οι Καλλίτεραι, η Ορεσκία, η Ευπορία, η Βέργα και η Όσσα. Η πιο επίσημη από τις παραπάνω πόλεις ήταν η Άργιλος, που σύμφωνα με την μαρτυρία των αρχαίων κτίσθηκε από τους Θράκες, τους πρώτους κατοίκους της χώρας, σε χρόνο άγνωστο, αποικίσθηκε όμως από τους Ανδρίους συγχρόνως με τα Στάγειρα της Χαλκιδικής, γύρω στα μέσα της 7ης εκατονταετηρίδας. Μετά την φυγή των Θρακών και τον αποικισμό των Ανδρίων, η Άργιλος που είχε παραμείνει ελεύθερη και αυτόνομη από το 655 π.Χ. μέχρι την εκστρατεία του Ξέρξη (480 π.Χ.), υπέκυψε και αυτή στο κράτος του. Μετά από την ήττα και τη φυγή του συμπεριλήφθηκε στις συμμαχικές πόλεις της Αθήνας. Αργότερα όμως αποστάτησε από τους Αθηναίους και διευκόλυνε το στρατηγό των Λακεδαιμονίων να καταλάβει την Αμφίπολη. Σημειώνουμε ότι ο Άργιλος ήταν ο άνδρας που πρόδωσε τον Παυσανία στους Σπαρτιάτες, ο οποίος όταν στάλθηκε σαν γραμματοκομιστής στον Αρτάβαζο αποσφράγισε τις επιστολές και κατήγγειλε την προδοσία στους Εφόρους, οι οποίοι πείσθηκαν για τη διαγωγή του Παυσανία και τον καταδίκασαν σε θάνατο.
Μεταξύ της Αργίλου και της Όσσας στους Ν.Α. πρόποδες του Βερτίσκου όρους βρίσκονται οι πόλεις Καλλίτεραι και Ορέσκεια που μνημονεύονται από τον Πτολεμαίο. Στην Ν.Δ. όχθη της Κερκινίτιδας λίμνης (του Αχινού) βρίσκονταν η Ευπορία, που χτίσθηκε από τον Μ.Αλέξανδρο και πήρε το όνομά της από την αφθονία των προϊόντων και των καρπών της γης. Τέλος η πρωτεύουσα Βισαλτία ήταν χτισμένη εκατέρωθεν του ποταμού Βισάλτη που πηγάζει από το όρος Βερτίσκος και εκβάλλει στο Στρυμόνα.
Εκτός από τον Βόγη και τον Συλλέα, εξέχουσες προσωπικότητες της περιόδου αυτής ήταν και οι εξής:
Ρήσος: Βασιλιάς της Θράκης, γιός του Ηιονέως και της μούσας Κλειούς, ο οποίος κατά τον Όμηρο έλαβε μέρος στον Τρωϊκό Πόλεμο και φονεύθηκε κατά συμβουλή της Αθηνάς από τον Οδυσσέα και τον Διομήδη. Από το Κ΄ της Ηλιάδας είναι επηρεασμένη και η Τραγωδία ‘Ρήσος’ που αποδίδεται, με αντιρρήσεις μερικών, στον Ευριπίδη.
Νέαρχος: Καταγόταν από την Κρήτη και κατοικούσε στην Αμφίπολη. Υπήρξε ένας από τους πιο προσφιλείς φίλους της παιδικής και νεανικής ηλικίας του Μ. Αλέξανδρου.
Πολύδωρος: Στρατηγός του Μ. Αλεξάνδρου. Καταγόταν από την Αμφίπολη.
Φίλιππος: Καταγόταν από την Αμφίπολη και υπήρξε ιστορικός. Συνέγραψε τα Ροδιακά, Κωακά και Θασιακά.
Τρωίλος: Σοφιστής και γραμματικός από την Αμφίπολη, σύγχρονος του Διογένη.
Ερμαγόρας: Σοφιστής και γραμματικός από την Αμφίπολη, μαθητής του Ζήνωνα και του Περαία.
Δάμιππος: Πυθαγόρειος φιλόσοφος από την Αμφίπολη.
Δημήτριος: Φίλος και μαθητής του Πλάτωνα από την Αμφίπολη. Διέπρεψε στην φιλοσοφία.
Πάμφιλος: Διάσημος ζωγράφος (α’ μισό του 4ου π.Χ. αιώνα). Υπήρξε μαθητής του περίφημου Σικυώνιου ζωγράφου Ευπόμπου, ιδρυτή της Σικυωνίου Σχολής, τον οποίο διαδέχθηκε.
β. Ρωμαϊκή Περίοδος
Το 168 π.Χ. ο Περσέας, ο τελευταίος βασιλιάς της Μακεδονίας και γιός του Φιλίππου του Ε’, σκότωσε στην Ηράκλεια Σιντικής τον αδελφό του Δημήτριο, διάδοχο του Μακεδονικού θρόνου. Οι λόγοι της αδελφοκτονίας ήταν δύο: η αντιζηλία και οι φιλορωμαϊκές διαθέσεις του θύματος, που μικρός ανατράφηκε στη Ρώμη. Ο φόνος του Δημητρίου προκάλεσε την οργή των Ρωμαίων που κήρυξαν αμέσως πόλεμο κατά των Μακεδόνων.
Οι Σίντιοι, οι Μαίδοι και άλλοι Παραστρυμόνιοι λαοί τάχθηκαν στο πλευρό του Περσέα και πολέμησαν με φανατισμό τους Ρωμαίους. Στην τελευταία μάχη όμως που έδωσε ο Περσέας στην Πύδνα της Πιερίας, οι Ρωμαίοι ύστερα από προδοσία υπερφαλάγγισαν τους Μακεδόνες και κατέλυσαν το Μακεδονικό κράτος το 168π.Χ.
Μετά την υποταγή της Μακεδονίας στους Ρωμαίους και τη διαίρεση της σε τέσσερα διακεκριμένα τμήματα, οι Σέρρες περιελήφθησαν στο πρώτο τμήμα, στην ‘Μακεδόνων Πρώτην‘ επαρχία με πρωτεύουσα την Αμφίπολη.
Τα χρόνια της Ρωμαϊκής κατοχής υπήρξαν πολύ σκληρά για τους κατοίκους της περιοχής, αφού χιλιάδες από αυτούς εξορίσθηκαν στην Ιταλία, από την οποία δεν επέστρεψαν ποτέ.
Στη Ρωμαϊκή εποχή περνούσε από την Αμφίπολη η Εγνατία οδός. Σήμερα σώζεται ένα λιθόστρωτο τμήμα της μεγάλης εκείνης στρατιωτικής οδού που ένωνε το Δυρράχιο με την Κων/πολη, κοντά στο σημερινό χωριό Δραβήσκος, στην περιοχή ‘Φραγκάλα‘.
Από την Ρωμαϊκή εποχή σώζονται πολλές επιτύμβιες επιγραφές στις Σέρρες, καθώς και πολλά νομίσματα διαφόρων Ρωμαίων αυτοκρατόρων.
Της εποχής αυτής είναι και η μεγάλη αναθηματική επιγραφή, η οποία περιέχει μόνο κύρια ονόματα, από τα οποία 11 είναι Ελληνικά-Μακεδονικά, 13 Ρωμαϊκά και 12 μικτά Ελληνορωμαϊκά και Θρακικά. Η επιγραφή αυτή κοσμεί σήμερα το Μουσείο της πόλης.